- Πριηνεύς
- Πριηνεύςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πριηνεύς — ο, η, ΝΑ ο κάτοικος τής Πριήνης … Dictionary of Greek
Βίας o Πριηνεύς — (Πριήνη, περ. 620 – 540 π.Χ.).Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Η διδασκαλία του περιέχεται σε αποφθέγματα, όπου εκφράζεται η πικρή πείρα του παρατηρητή της ζωής. Στο ερώτημα π.χ. «τι ποιών άνθρωπος τέρπεται;» απάντησε «κερδαίνων».… … Dictionary of Greek
Πριηνεῖς — Πριηνεύς masc acc pl Πριηνεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριηνῆς — Πριηνεύς masc nom pl Πριηνεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριηνεῦσι — Πριηνεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριηνεῦσιν — Πριηνεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριηνέες — Πριηνεύς masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριηνέος — Πριηνεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριηνέων — Πριήνη fem gen pl (epic ionic) Πριηνεύς masc gen pl Πριηνέω̆ν , Πριηνεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριηνέως — Πριηνέω̆ς , Πριηνεύς masc gen sg Πριηνεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)